- ἑψηθῇ
- ἕψωAcut. (Sp.)aor subj pass 3rd sgἑψάωaor subj pass 3rd sg (attic ionic)ἑψέωaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐψήθη — ψέω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψήθη — ἕψω Acut. (Sp.) aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἑψάω aor ind pass 3rd sg (attic ionic) ἑψέω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… … Dictionary of Greek